- βοθρία
- βοθρίονsmall trenchneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
κυτταρικό τοίχωμα — Μη πρωτοπλασματικός σχηματισμός που συναντάται στα φυτικά κύτταρα. Η παρουσία του είναι σημαντική, γιατί συντελεί στον καθορισμό του σχήματος των φυτικών κυττάρων και, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργούνται φυτικοί οργανισμοί με μεγάλο … Dictionary of Greek
νυμφοϋμενικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου 2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια τού παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου… … Dictionary of Greek
τραχεΐδα — η, Ν 1. βοτ. κύτταρο, σχετικά πρωτόγονο στοιχείο τού αγωγού συστήματος και συγκεκριμένα τού ξυλώματος πολλών φυτών, το οποίο εξυπηρετεί την αγωγή νερού και διαλυμένων αλάτων και τη στήριξη τού φυτού 2. φρ. α) «δακτυλιόγλυπτη τραχεΐδα» τραχεΐδα… … Dictionary of Greek
ακανθοβόθρια — (acanthobothrium). Γένος κεστοειδών πλατέλμινθων σκουληκιών της τάξης των βοθριοκεφαλιδών. Τα σκουλήκια αυτά έχουν στα πλάγια του κεφαλιού δύο βεντούζες που ονομάζονται βοθρία και, επειδή είναι αγκαθωτές, ονομάστηκαν και τα σκουλήκια αυτά α. Το… … Dictionary of Greek
βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… … Dictionary of Greek
κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… … Dictionary of Greek